- νεκρότητα
- η (Α νεκρότης, -ητος) [νεκρός]1. η νεκρική κατάσταση, η κατάσταση τού νεκρού, ο θάνατος2. μτφ. έλλειψη κίνησης, στασιμότητα, νέκρα («οὐκ ἐναντιοῡται τῷ γάμῳ ἡ βία... ἐπειδὴ τὴν νεκρότητα τῆς πορνείας καταργεῑ», Εφραίμ.).
Dictionary of Greek. 2013.